- αφλόμωτος
- η , ο нетравленый (о рыбе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφλόμωτος — η, ο 1. (για ψάρια) αυτός που δεν φλομώθηκε, που δεν πιάστηκε με φλόμο 2. αυτός που δεν βρίσκεται σε σύγχυση ή ταραχή … Dictionary of Greek